Πιτσιρίκος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: πιτσιρίκος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лайка, малчуган, помощник на уличен продавач, момченце, хлапе, нещо което захапва
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πιτσιρίκος
πιτσιρίκοσ μουρούτησ, πιτσιρίκος ποιος είναι, πιτσιρίκος τατσόπουλος, πιτσιρίκος blog, πιτσιρίκος με bmx παίζει κορώνα γράμματα τη ζωή του, πιτσιρίκος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πιτσιρίκος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- πιτσιλάω στα βουλγαρικά - плясък, пръскане, плисък, изпръсквам, водни пръски
- πιτσιλίζω στα βουλγαρικά - плискане, пръскам, черня, плискам, оплесквам
- πιτσούνι στα βουλγαρικά - трътлест, кушетка, нисък и дебел, облегалката на дадена, тапицерията на
- πλάγιος στα βουλγαρικά - наклонен, кос, скосен, косо, на наклонени
Τυχαίες λέξεις
Πιτσιρίκος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: лайка, малчуган, помощник на уличен продавач, момченце, хлапе, нещо което захапва
Μεταφράσεις: лайка, малчуган, помощник на уличен продавач, момченце, хлапе, нещо което захапва