Πρόσφυση στα βουλγαρικά
Μετάφραση: πρόσφυση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
адхезия, сцепление, адхезията, сцеплението, прилепване
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρόσφυση
πρόσφυση αγγλικά, πρόσφυση αυτοκινήτου, πρόσφυση τι σημαινει, πρόσφυση λεξικό, πρόσφυση σε υγρό οδόστρωμα, πρόσφυση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πρόσφυση στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- πρόσφυγας στα βουλγαρικά - бежанец, на бежанец, бежанците, на бежанците, бежанци
- πρόσφυμα στα βουλγαρικά - поставиха, наставка, суфикс, наставката, суфикса
- πρόσχαρος στα βουλγαρικά - весел, весело, приветлив, весела, добродушен
- πρόσχωμα στα βουλγαρικά - нанос, утайка, тиня, proschoma
Τυχαίες λέξεις
Πρόσφυση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: адхезия, сцепление, адхезията, сцеплението, прилепване
Μεταφράσεις: адхезия, сцепление, адхезията, сцеплението, прилепване