Снаряжение στα ελληνικά

Μετάφραση: снаряжение, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξάρτια, εξοπλίζω, στήνω, εξοπλισμός, στολή, ντύσιμο, εξάρτηση, ρούχο
Снаряжение στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • смях στα ελληνικά - γέλια, γέλιο, το γέλιο, γέλιου, τα γέλια
  • снаряд στα ελληνικά - βλήμα, κέλυφος, κοχύλι, κελύφους, περίβλημα, shell
  • снизи στα ελληνικά - snizi
  • снимка στα ελληνικά - φωτογραφία, εικόνα, φωτογραφίζω, έκθεση, εικόνας, την εικόνα, εικόνων
Τυχαίες λέξεις
Снаряжение στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξάρτια, εξοπλίζω, στήνω, εξοπλισμός, στολή, ντύσιμο, εξάρτηση, ρούχο