Συμπυκνωμένος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συμπυκνωμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
концентриран, концентрира, се концентрира, концентрирана, концентрират
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπυκνωμένος
συμπυκνωμένος τύπος ορού γάλακτος με πρωτεΐνη, συμπυκνωμένος χυμός, συμπυκνωμένος χυμός φράουλα, συμπυκνωμένος ορός γάλακτος, συμπυκνωμένος χυμός λεμονιού, συμπυκνωμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συμπυκνωμένος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συμπλοκή στα βουλγαρικά - драка, сбиване, боричкане, схватка, разбъркване, борба
- συμπτύσσω στα βουλγαρικά - телескоп, баста, подвивам, неща за ядене, думкане на барабан, бастичка
- συμπυκνώνω στα βουλγαρικά - концентрат, изпарявам се, изпарявам, свеждам се, свеждат, се свеждат
- συμπόνια στα βουλγαρικά - съчувствие, състрадание, състраданието, смили, милост
Τυχαίες λέξεις
Συμπυκνωμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: концентриран, концентрира, се концентрира, концентрирана, концентрират
Μεταφράσεις: концентриран, концентрира, се концентрира, концентрирана, концентрират