Συμπυκνωμένος στα ισλανδικά
Μετάφραση: συμπυκνωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einbeitt, þykkt, þykktir, þétt, samsöfnuð
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπυκνωμένος
συμπυκνωμένος τύπος ορού γάλακτος με πρωτεΐνη, συμπυκνωμένος χυμός, συμπυκνωμένος χυμός φράουλα, συμπυκνωμένος ορός γάλακτος, συμπυκνωμένος χυμός λεμονιού, συμπυκνωμένος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, συμπυκνωμένος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- συμπλοκή στα ισλανδικά - Áflog
- συμπτύσσω στα ισλανδικά - Tuck, togaður
- συμπυκνώνω στα ισλανδικά - sjóða niður
- συμπόνια στα ισλανδικά - samúð, samkennd, miskunnsemi, miskunn, umhyggju
Τυχαίες λέξεις
Συμπυκνωμένος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: einbeitt, þykkt, þykktir, þétt, samsöfnuð
Μεταφράσεις: einbeitt, þykkt, þykktir, þétt, samsöfnuð