Συμπυκνωμένος στα ουκρανικά
Μετάφραση: συμπυκνωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ущільнювати, стиснений, стиснутий, щільний, концентрований, концентрірованний
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπυκνωμένος
συμπυκνωμένος τύπος ορού γάλακτος με πρωτεΐνη, συμπυκνωμένος χυμός, συμπυκνωμένος χυμός φράουλα, συμπυκνωμένος ορός γάλακτος, συμπυκνωμένος χυμός λεμονιού, συμπυκνωμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συμπυκνωμένος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- συμπλοκή στα ουκρανικά - потріпати, бійка, протирати, зношувати, зіткнення, драка
- συμπτύσσω στα ουκρανικά - телескоп, складка, складки
- συμπυκνώνω στα ουκρανικά - концентрат, зосередити, конденсуйтеся, сконцентруватися, стиснутий, згущати, скоротити, ...
- συμπόνια στα ουκρανικά - жалість, співчуття, жаль, милосердя
Τυχαίες λέξεις
Συμπυκνωμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ущільнювати, стиснений, стиснутий, щільний, концентрований, концентрірованний
Μεταφράσεις: ущільнювати, стиснений, стиснутий, щільний, концентрований, концентрірованний