Τελειοποιώ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: τελειοποιώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мастеринг, мастериране, мастеринга, овладяване, усвояване
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τελειοποιώ
τελειοποιώ συνώνυμο, τελειοποιώ συνωνυμα, τελειοποιώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τελειοποιώ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- τελείωσε στα βουλγαρικά - излишния, завършен, работи, крайния, готовия, довършителни работи
- τελειοποίηση στα βουλγαρικά - съвършенство, съвършенството, усъвършенстване, перфектност
- τελειώνω στα βουλγαρικά - край, конец, приключвам, окончание, завършеност, финиш, гланц, ...
- τελετάρχης στα βουλγαρικά - церемониал-майстор, конферансие, началник на церемониите, разпоредител
Τυχαίες λέξεις
Τελειοποιώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: мастеринг, мастериране, мастеринга, овладяване, усвояване
Μεταφράσεις: мастеринг, мастериране, мастеринга, овладяване, усвояване