Τελειοποιώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: τελειοποιώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įvaldymas, įsisavinimas, masteringas, masteringu, masteringą
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τελειοποιώ
τελειοποιώ συνώνυμο, τελειοποιώ συνωνυμα, τελειοποιώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, τελειοποιώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- τελείωσε στα λιθουανικά - gatavas, užbaigtas, baigtas, gatavo, gatavų
- τελειοποίηση στα λιθουανικά - stabas, dievaitis, tobulumas, tobulumo, tobulinimas, tobulybė, tobulėjimas
- τελειώνω στα λιθουανικά - sudaryti, baigti, apdaila, smūgiuotas, smūgiuotas kamuolys, finišo
- τελετάρχης στα λιθουανικά - maršalka, konferansjė, Tvarkytojas, ceremonmeisteris
Τυχαίες λέξεις
Τελειοποιώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: įvaldymas, įsisavinimas, masteringas, masteringu, masteringą
Μεταφράσεις: įvaldymas, įsisavinimas, masteringas, masteringu, masteringą