Τρέμω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: τρέμω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вибрация, дружа, кукувича прежда, дърдоря, клатушкам се
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρέμω
τρέμω αόριστος, γιατί τρέμω, τρέμω αντώνης ρέμος, τρέμω να σε δω, τρέμω στο άγγιγμα σου, τρέμω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τρέμω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- τρέλα στα βουλγαρικά - мания, бяс, лудост, манията, мода, побърканост
- τρέλες στα βουλγαρικά - безумия, глупости, безразсъдства, лудости
- τρένο στα βουλγαρικά - влак, влака, Тренирайте за
- τρέξιμο στα βουλγαρικά - бягане, движение, работа, тичане, течаща
Τυχαίες λέξεις
Τρέμω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: вибрация, дружа, кукувича прежда, дърдоря, клатушкам се
Μεταφράσεις: вибрация, дружа, кукувича прежда, дърдоря, клатушкам се