Τρέμω στα ρουμανικά

Μετάφραση: τρέμω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vibraţie, tremur, tremura, tremura de slăbiciune, putea ține pe picioare, cuscută, nu se putea ține pe picioare
Τρέμω στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρέμω

τρέμω αόριστος, γιατί τρέμω, τρέμω αντώνης ρέμος, τρέμω να σε δω, τρέμω στο άγγιγμα σου, τρέμω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, τρέμω στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • τρέλα στα ρουμανικά - furie, turbare, nebunie, Craze, manie, nebunia, nebunia de
  • τρέλες στα ρουμανικά - ștrengărie, nebuniile, nebunii, prostii, prostiile
  • τρένο στα ρουμανικά - tren, dresa, caravană, trenul, trenului
  • τρέξιμο στα ρουμανικά - curs, funcționare, rulare, de rulare, de funcționare, rulează
Τυχαίες λέξεις
Τρέμω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: vibraţie, tremur, tremura, tremura de slăbiciune, putea ține pe picioare, cuscută, nu se putea ține pe picioare