Τρέμω στα εσθονικά

Μετάφραση: τρέμω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
välgatus, värin, nooletupp, värisema, võbelus, hubisema, triller, komistama, võrmi, Hops külaline, Köpittää
Τρέμω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρέμω

τρέμω αόριστος, γιατί τρέμω, τρέμω αντώνης ρέμος, τρέμω να σε δω, τρέμω στο άγγιγμα σου, τρέμω λεξικό γλώσσας εσθονικά, τρέμω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • τρέλα στα εσθονικά - hullustus, moeröögatus, ülierutus, hullutama, hullus, hullusega, hullustama
  • τρέλες στα εσθονικά - vallatlus, hullamine, hullama, follies
  • τρένο στα εσθονικά - rong, treenima, rongi, rongiga, rongide, rongis
  • τρέξιμο στα εσθονικά - jooksev, ladus, kandideerimine, jooksmine, töötab, jooksvate, jooksvad
Τυχαίες λέξεις
Τρέμω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: välgatus, värin, nooletupp, värisema, võbelus, hubisema, triller, komistama, võrmi, Hops külaline, Köpittää