Τρέμω στα δανικά
Μετάφραση: τρέμω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ryste, skælven, Dodder
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρέμω
τρέμω αόριστος, γιατί τρέμω, τρέμω αντώνης ρέμος, τρέμω να σε δω, τρέμω στο άγγιγμα σου, τρέμω λεξικό γλώσσας δανικά, τρέμω στα δανικά
Μεταφράσεις
- τρέλα στα δανικά - hundegalskab, vanvid, dille, mani, tosset, skrig
- τρέλες στα δανικά - tåbeligheder, Daarskaber, dårskab, follies, dumheder
- τρένο στα δανικά - tog, uddanne, toget, train, togets
- τρέξιμο στα δανικά - kører, drift, driften, kørende, løb
Τυχαίες λέξεις
Τρέμω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ryste, skælven, Dodder
Μεταφράσεις: ryste, skælven, Dodder