Τριπλασιάζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: τριπλασιάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
троен, тройна, тройно, тройни, тройната
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τριπλασιάζω
τριπλασιάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τριπλασιάζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- τρικλίζω στα βουλγαρικά - влача се, бъркотия, тромава походка, тътря се, влача си краката
- τρικυμία στα βουλγαρικά - буря, бурята, бури, ураган
- τριπλός στα βουλγαρικά - троен, трикратен, трикратно, три пъти, тройна
- τριποδίζω στα βουλγαρικά - лек галоп, галоп, галопа, на галоп, галоп на
Τυχαίες λέξεις
Τριπλασιάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: троен, тройна, тройно, тройни, тройната
Μεταφράσεις: троен, тройна, тройно, тройни, тройната