Τριπλασιάζω στα εσθονικά

Μετάφραση: τριπλασιάζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kolmekordne, tRIPLE, kolmekordsed, kolmekordse, kolmekordset
Τριπλασιάζω στα εσθονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τριπλασιάζω

τριπλασιάζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, τριπλασιάζω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • τρικλίζω στα εσθονικά - komistama, looberdama, Raahustaa, Laahustaminen, jalgu järel vedama, Laahustaa
  • τρικυμία στα εσθονικά - torm, maru, raju, tormi, storm, tormist
  • τριπλός στα εσθονικά - kolmekordne, kolm, kolm korda, kolmekordset, kolmekordse
  • τριποδίζω στα εσθονικά - kerge galopp, Canter, galopp, Traavi, Traav
Τυχαίες λέξεις
Τριπλασιάζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kolmekordne, tRIPLE, kolmekordsed, kolmekordse, kolmekordset