Τσίμπημα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: τσίμπημα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ужилване, жило, при ужилване, при ужилване от, уязвявам
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τσίμπημα
τσίμπημα σκορπιού, τσίμπημα ψύλλου, τσίμπημα κοριού, τσίμπημα σφήκας, τσίμπημα αράχνης, τσίμπημα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τσίμπημα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- τσέλο στα βουλγαρικά - виолончело, чело, виолончелото, виолончелист, по виолончело
- τσέπη στα βουλγαρικά - джоб, джоба, джобни, джоба на, джобен
- τσίμπλα στα βουλγαρικά - сън, окото, око, очите, очи, на очите
- τσίνορο στα βουλγαρικά - tsinoro
Τυχαίες λέξεις
Τσίμπημα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: ужилване, жило, при ужилване, при ужилване от, уязвявам
Μεταφράσεις: ужилване, жило, при ужилване, при ужилване от, уязвявам