Τσίμπημα στα λευκορωσικά
Μετάφραση: τσίμπημα, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
джала, ціснула, вора
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τσίμπημα
τσίμπημα σκορπιού, τσίμπημα ψύλλου, τσίμπημα κοριού, τσίμπημα σφήκας, τσίμπημα αράχνης, τσίμπημα λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, τσίμπημα στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- τσέλο στα λευκορωσικά - віяланчэль, віялянчэль
- τσέπη στα λευκορωσικά - кишэня, кішэню, кішэнь, кішэні, кішэня
- τσίμπλα στα λευκορωσικά - вачэй, вока, глаз, вочы
- τσίνορο στα λευκορωσικά - tsinoro
Τυχαίες λέξεις
Τσίμπημα στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: джала, ціснула, вора
Μεταφράσεις: джала, ціснула, вора