Τόπος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: τόπος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
место, местоположение, място, мястото, проведе, извършва
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τόπος
τόπος να ζω, τόπος διαμονής, τόπος εξορίας κατά τον 20ο αιώνα, τόπος κοινοτικής σημασίας, τόπος καταγωγής, τόπος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τόπος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- τόνος στα βουλγαρικά - стрес, тон, давление, ударение, диалект, тонус, тонално, ...
- τόξο στα βουλγαρικά - поклон, дъга, лък, лъка, носовата, лъка си
- τόρνος στα βουλγαρικά - струг, стругови, на струг, стругове
- τόσο στα βουλγαρικά - толкова, толкова много, много, толкова по
Τυχαίες λέξεις
Τόπος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: место, местоположение, място, мястото, проведе, извършва
Μεταφράσεις: место, местоположение, място, мястото, проведе, извършва