Φαρμακείο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: φαρμακείο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
аптека, фармацията, фармация, аптеката
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φαρμακείο
φαρμακείο μπακάκος, φαρμακείο online λαμια, φαρμακείο πάτρα, φαρμακείο online, φαρμακείο της φύσης, φαρμακείο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, φαρμακείο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- φαρδαίνω στα βουλγαρικά - изпускам, изпусна, нададе, отдадени, отдадени под
- φαρδύς στα βουλγαρικά - широк, широка, широко, голямо, целия
- φαρμακερός στα βουλγαρικά - venomed
- φαρμακευτικός στα βουλγαρικά - фармацевтичният, фармацевтичната, фармацевтична, фармацевтичен, фармацевтичния
Τυχαίες λέξεις
Φαρμακείο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: аптека, фармацията, фармация, аптеката
Μεταφράσεις: аптека, фармацията, фармация, аптеката