Φαρμακείο στα ρωσικά
Μετάφραση: φαρμακείο, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аптека, фармация, кофе, аптеки, аптек
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φαρμακείο
φαρμακείο μπακάκος, φαρμακείο online λαμια, φαρμακείο πάτρα, φαρμακείο online, φαρμακείο της φύσης, φαρμακείο λεξικό γλώσσας ρωσικά, φαρμακείο στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- φαρδαίνω στα ρωσικά - расширить, распространять, расширять, выпускать, выпускаемой, выпустить, выпускают, ...
- φαρδύς στα ρωσικά - главный, свободный, расширительный, тупой, основной, хлеб, большой, ...
- φαρμακερός στα ρωσικά - жестокий, страшный, опасный, злобный, ядовитый, отравляющий, вирулентный, ...
- φαρμακευτικός στα ρωσικά - фармацевтический, аптекарский, фармацевтическая, фармацевтической, фармацевтических, фармацевтического
Τυχαίες λέξεις
Φαρμακείο στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: аптека, фармация, кофе, аптеки, аптек
Μεταφράσεις: аптека, фармация, кофе, аптеки, аптек