Χρηματομεσίτης στα βουλγαρικά
Μετάφραση: χρηματομεσίτης, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
посредник, борсов посредник, борсов агент, брокер, брокер на ценни книжа
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χρηματομεσίτης
χρηματομεσίτης λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, χρηματομεσίτης στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- χρηματοδότηση στα βουλγαρικά - финансиране, финансирането, финансиране на, финансирането на
- χρηματοκιβώτιο στα βουλγαρικά - кондом, презерватив, сейф, безопасно, безопасен, безопасна, безопасното
- χρησιμεύω στα βουλγαρικά - полза, Наличност, ползват, се ползват, възползват
- χρησιμοποιώ στα βουλγαρικά - употреба, използване, ползване, използването, употребата
Τυχαίες λέξεις
Χρηματομεσίτης στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: посредник, борсов посредник, борсов агент, брокер, брокер на ценни книжа
Μεταφράσεις: посредник, борсов посредник, борсов агент, брокер, брокер на ценни книжа