Ψεκάζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ψεκάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
атомизирам, атомизират, атомизира, се атомизира
Ψεκάζω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ψεκάζω

ψεκάζω συνώνυμα, ψεκάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ψεκάζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ψείρα στα βουλγαρικά - вши, вожд, въшка, въшки, въшка по, бълха
  • ψεγάδι στα βουλγαρικά - недостатък, непорочна, непорочни, недостатък в
  • ψελλίζω στα βουλγαρικά - фъфлене, фъфля, LISP, шумолене
  • ψευδής στα βουλγαρικά - фалшив, лъжлив, неверен, невярна, фалшива
Τυχαίες λέξεις
Ψεκάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: атомизирам, атомизират, атомизира, се атомизира