Ψεκάζω στα τούρκικα

Μετάφραση: ψεκάζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
püskürtmek, atomize, pulvarize, atomize etme, atomize edilmesine
Ψεκάζω στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ψεκάζω

ψεκάζω συνώνυμα, ψεκάζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, ψεκάζω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ψείρα στα τούρκικα - bit, biti, louse, biti özellikle, bitleri
  • ψεγάδι στα τούρκικα - leke, kem, defo, kusur, blemish, lekesiz, bir leke, ...
  • ψελλίζω στα τούρκικα - kekelemek, peltek konuşma, lisp, peltek, de lisp
  • ψευδής στα τούρκικα - yalandan, yanlış, yalan, sahte, false, yalancı, hatalı
Τυχαίες λέξεις
Ψεκάζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: püskürtmek, atomize, pulvarize, atomize etme, atomize edilmesine