Ψεκάζω στα ισλανδικά

Μετάφραση: ψεκάζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
atomize
Ψεκάζω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ψεκάζω

ψεκάζω συνώνυμα, ψεκάζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ψεκάζω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ψείρα στα ισλανδικά - lús
  • ψεγάδι στα ισλανδικά - galli, lýti
  • ψελλίζω στα ισλανδικά - Lisp
  • ψευδής στα ισλανδικά - falskur, ósatt, rangar, rangt, fölsku
Τυχαίες λέξεις
Ψεκάζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: atomize