Ψεκάζω στα δανικά

Μετάφραση: ψεκάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forstøve, at forstøve, atomisere, forstøvning, forstøves
Ψεκάζω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ψεκάζω

ψεκάζω συνώνυμα, ψεκάζω λεξικό γλώσσας δανικά, ψεκάζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ψείρα στα δανικά - lus, lusen, louse, Lusens
  • ψεγάδι στα δανικά - plet, defekt, fejl, brist, skamplet, Lyde, lydefri, ...
  • ψελλίζω στα δανικά - lisp, læspen
  • ψευδής στα δανικά - falsk, false, falske, urigtige, forkert
Τυχαίες λέξεις
Ψεκάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forstøve, at forstøve, atomisere, forstøvning, forstøves