Ώμος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ώμος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нефт, суров, сурова, сурово, сурови, суровото
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ώμος
ωμός συνώνυμα, ωμός αγγλικα, παγωμένος ωμός, ωμός στα αγγλικα, ομως βικιλεξικο, ώμος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ώμος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ωθώ στα βουλγαρικά - тласък, натискане, натиснете, натиск, Пряк
- ωκεανός στα βουλγαρικά - океан, океана, океански, океанското, на океана
- ωράριο στα βουλγαρικά - график, време, път, времето, момент
- ωραία στα βουλγαρικά - глоба, фин, фина, фино, отличен
Τυχαίες λέξεις
Ώμος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: нефт, суров, сурова, сурово, сурови, суровото
Μεταφράσεις: нефт, суров, сурова, сурово, сурови, суровото