Ώμος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ώμος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onbehouwen, rauw, onbewerkt, petroleum, onkies, hardhandig, primitief, ruw, grof, cru, snauwerig, lomp, bot, olie, ruig, ruwe, rauwe, grondstoffen
Ώμος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ώμος

ωμός συνώνυμα, ωμός αγγλικα, παγωμένος ωμός, ωμός στα αγγλικα, ομως βικιλεξικο, ώμος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ώμος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ωθώ στα ολλανδικά - nauwgezet, onmiddellijk, nauwkeurig, prompt, accuraat, duw, duwen, ...
  • ωκεανός στα ολλανδικά - wereldzee, oceaan, de oceaan, zee, kust, op de oceaan
  • ωράριο στα ολλανδικά - tijd, keer, moment, de tijd, keer dat
  • ωραία στα ολλανδικά - fijn, mooi, fijne, prima, boete
Τυχαίες λέξεις
Ώμος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onbehouwen, rauw, onbewerkt, petroleum, onkies, hardhandig, primitief, ruw, grof, cru, snauwerig, lomp, bot, olie, ruig, ruwe, rauwe, grondstoffen