Ώμος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ώμος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rude, petróleo, tosco, cru, agreste, electrizar, grosseiro, bronco, bruto, em bruto, crua
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ώμος
ωμός συνώνυμα, ωμός αγγλικα, παγωμένος ωμός, ωμός στα αγγλικα, ομως βικιλεξικο, ώμος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ώμος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ωθώ στα πορτογαλικά - promova, alerta, imediato, pronto, promover, empurre, impulso, ...
- ωκεανός στα πορτογαλικά - oceano, ocorrer, oceanos, suceder, ocorra, mar, do oceano, ...
- ωράριο στα πορτογαλικά - agenda, tempo, vez, hora, momento, tempo de
- ωραία στα πορτογαλικά - bem, multa, fino, fina, coima
Τυχαίες λέξεις
Ώμος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: rude, petróleo, tosco, cru, agreste, electrizar, grosseiro, bronco, bruto, em bruto, crua
Μεταφράσεις: rude, petróleo, tosco, cru, agreste, electrizar, grosseiro, bronco, bruto, em bruto, crua