Θηλυκός στα γαλλικά
Μετάφραση: θηλυκός, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
femelle, féminin, dame, femme, femmes, féminine
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θηλυκός
θηλυκός σκύλος, θηλυκός ιαβέρης, θηλυκός αχινός, θηλυκός δημήτρης, θηλυκός γάιδαρος, θηλυκός λεξικό γλώσσας γαλλικά, θηλυκός στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- θηλαστικός στα γαλλικά - allaitant, nourrisson, mammifères, mammifère, de mammifère, de mammifères, des mammifères
- θηλιά στα γαλλικά - lacs, oeillet, boucle, volte, corde, nœud coulant, étau, ...
- θηλυπρεπής στα γαλλικά - mou, efféminé, efféminés, efféminée, molle
- θημωνιά στα γαλλικά - meule, cheminée, pile, empilement, la pile, stack
Τυχαίες λέξεις
Θηλυκός στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: femelle, féminin, dame, femme, femmes, féminine
Μεταφράσεις: femelle, féminin, dame, femme, femmes, féminine