Θηλυκός στα ιταλικά
Μετάφραση: θηλυκός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
femminile, femmina, donna, donne, femminili
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θηλυκός
θηλυκός σκύλος, θηλυκός ιαβέρης, θηλυκός αχινός, θηλυκός δημήτρης, θηλυκός γάιδαρος, θηλυκός λεξικό γλώσσας ιταλικά, θηλυκός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- θηλαστικός στα ιταλικά - mammifero, mammiferi, dei mammiferi, di mammiferi, di mammifero
- θηλιά στα ιταλικά - riccio, annodare, cappio, laccio, noose, nodo scorsoio, il cappio
- θηλυπρεπής στα ιταλικά - effeminato, effeminati, effeminate, effeminata, effemminato
- θημωνιά στα ιταλικά - pila, stack di, risma, dello stack, pila di
Τυχαίες λέξεις
Θηλυκός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: femminile, femmina, donna, donne, femminili
Μεταφράσεις: femminile, femmina, donna, donne, femminili