Άπρεπος στα γερμανικά

Μετάφραση: άπρεπος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
würdelos, ungehörig, unschicklich, unziemlich, unbecoming, unpassend
Άπρεπος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άπρεπος

άπρεπος λεξικό γλώσσας γερμανικά, άπρεπος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • άπορος στα γερμανικά - arm, mittellos, Armer, pauper, Bettler, Armen
  • άποψη στα γερμανικά - seite, ansehen, anblick, auffassung, beurteilung, stellungnahme, aspekt, ...
  • άπταιστα στα γερμανικά - fließende, reibungslos, fließend, flüssig, fliessend, fließend zu
  • άπταιστος στα γερμανικά - eloquent, fließend, flüssig, fliessend, fließend zu
Τυχαίες λέξεις
Άπρεπος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: würdelos, ungehörig, unschicklich, unziemlich, unbecoming, unpassend