Άπρεπος στα ισλανδικά
Μετάφραση: άπρεπος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
unbecoming
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άπρεπος
άπρεπος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, άπρεπος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- άπορος στα ισλανδικά - fátækur, pauper
- άποψη στα ισλανδικά - útsýni, skoða, View, útlit, sýn
- άπταιστα στα ισλανδικά - reiprennandi, öryggi, af öryggi, snjallt
- άπταιστος στα ισλανδικά - reiprennandi, öryggi, af öryggi, snjallt
Τυχαίες λέξεις
Άπρεπος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: unbecoming
Μεταφράσεις: unbecoming