Ευδοκιμώ στα γερμανικά
Μετάφραση: ευδοκιμώ, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
blühen, gedeihen, wachsen, zu gedeihen, gedeiht
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευδοκιμώ
ευδοκιμώ ετυμολογία, ευδοκιμώ συνώνυμα, ευδοκιμώ βικιλεξικο, ευδοκιμώ συνώνυμο, ευδοκιμώ λεξικό γλώσσας γερμανικά, ευδοκιμώ στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ευδιάθετος στα γερμανικά - gemütlich, heiter, fröhlich, jocund, fröhliche, fröhlichen
- ευδιάκριτος στα γερμανικά - prominenter, auffallend, wahrnehmbar, markant, prominente, verschieden, deutlich, ...
- ευελπιστώ στα γερμανικά - hoffen, hoffnung, Hoffnung, hoffe
- ευεπηρέαστος στα γερμανικά - empfindungsfähige, passible, leidensfähig
Τυχαίες λέξεις
Ευδοκιμώ στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: blühen, gedeihen, wachsen, zu gedeihen, gedeiht
Μεταφράσεις: blühen, gedeihen, wachsen, zu gedeihen, gedeiht