Ευδοκιμώ στα λιθουανικά

Μετάφραση: ευδοκιμώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
klestėti, klesti, suklestėti, klestėtų
Ευδοκιμώ στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευδοκιμώ

ευδοκιμώ ετυμολογία, ευδοκιμώ συνώνυμα, ευδοκιμώ βικιλεξικο, ευδοκιμώ συνώνυμο, ευδοκιμώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ευδοκιμώ στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ευδιάθετος στα λιθουανικά - linksmas, Gyvai, Jautrs, Giedras, gyvas
  • ευδιάκριτος στα λιθουανικά - atskiras, skiriasi, atskira, atskirta, skirtingai
  • ευελπιστώ στα λιθουανικά - tikėtis, viltis, tikimės, tikiuosi
  • ευεπηρέαστος στα λιθουανικά - Galintis kenčia, Sugebantis jausti
Τυχαίες λέξεις
Ευδοκιμώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: klestėti, klesti, suklestėti, klestėtų