Λιπαρός στα γερμανικά
Μετάφραση: λιπαρός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schmierig, speckig, fettig, schlüpfrig, fett, schmalzig, fett-, Fett-, fetthaltig
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιπαρός
λιπαρός αρχαία, λιπαρός λεξικό γλώσσας γερμανικά, λιπαρός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- λιπαίνω στα γερμανικά - befruchten, düngen, zu düngen, zu befruchten, Befruchtung
- λιπαντικό στα γερμανικά - schmierstoff, fett, gleitmittel, schmiermittel, schmutz, abdichten, fette, ...
- λιποθυμώ στα γερμανικά - matt, kraftlos, schwach, ohnmacht, Ohnmacht, ohnmächtig, swoon, ...
- λιρέτα στα γερμανικά - Lira, Lire
Τυχαίες λέξεις
Λιπαρός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: schmierig, speckig, fettig, schlüpfrig, fett, schmalzig, fett-, Fett-, fetthaltig
Μεταφράσεις: schmierig, speckig, fettig, schlüpfrig, fett, schmalzig, fett-, Fett-, fetthaltig