Λιπαρός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: λιπαρός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
graxa, gordo, gorduroso, gordura, gordos, graxos, graxo
Λιπαρός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιπαρός

λιπαρός αρχαία, λιπαρός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λιπαρός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • λιπαίνω στα πορτογαλικά - fertilizar, fecundar, fertilize, adubar, fertilizam
  • λιπαντικό στα πορτογαλικά - paste, untar, graxa, gordura, banha, pastar, massa lubrificante, ...
  • λιποθυμώ στα πορτογαλικά - fraco, desfalecer, débil, desmaiar, falha, desmaio, desfalecimento, ...
  • λιρέτα στα πορτογαλικά - lira, liras, liras da, de liras
Τυχαίες λέξεις
Λιπαρός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: graxa, gordo, gorduroso, gordura, gordos, graxos, graxo