Νησάκι στα γερμανικά
Μετάφραση: νησάκι, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
insel, eiland, Inselchen, Insel, kleine Insel, kleinen Insel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νησάκι
νησάκι ασπίδα σαρωνικός, νησάκι τριζόνια, νησάκι δράμας, νησάκι στη λιμνοθάλασσα του μεσολογγίου, νησάκι «ασπίδα» στο σαρωνικό, νησάκι λεξικό γλώσσας γερμανικά, νησάκι στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- νηνεμία στα γερμανικά - still, beruhigen, gelassenheit, ruhe, friedlich, stille, gemütsruhe, ...
- νηοπομπή στα γερμανικά - flotte, schnell, fahrzeugpark, Konvoi, Konvois, Kolonne, Geleitzug
- νησί στα γερμανικά - insel, eiland, Insel, der Insel
- νησιώτης στα γερμανικά - inselbewohner, insulaner, Insulaner, Inselbewohner, islander, Insel
Τυχαίες λέξεις
Νησάκι στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: insel, eiland, Inselchen, Insel, kleine Insel, kleinen Insel
Μεταφράσεις: insel, eiland, Inselchen, Insel, kleine Insel, kleinen Insel