Νομισματικός στα γερμανικά
Μετάφραση: νομισματικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Geld-, Währungs-, monetär
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νομισματικός
νομισματικός μετατροπέας, νομισματικός πόλεμος, νομισματικός αποπληθωρισμός, νομισματικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, νομισματικός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- νομίζω στα γερμανικά - denken, beabsichtigen, vorhaben, voraussetzen, glauben, denke
- νομιμότητα στα γερμανικά - gesetzmäßigkeit, rechtmäßigkeit, zulässigkeit, legalität, Rechtmäßigkeit, Legalität, Rechtmässigkeit, ...
- νομισματοκοπείο στα γερμανικά - ausprägen, prägen, minze, münzanstalt, münzen, menge, Minze, ...
- νομοθεσία στα γερμανικά - gesetzgebung, satzung, Gesetzgebung, Gesetze, Rechtsvorschriften, Vorschriften, Recht
Τυχαίες λέξεις
Νομισματικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: Geld-, Währungs-, monetär
Μεταφράσεις: Geld-, Währungs-, monetär