Νομισματικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: νομισματικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
monetair, monetaire, de monetaire, het monetaire
Νομισματικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νομισματικός

νομισματικός μετατροπέας, νομισματικός πόλεμος, νομισματικός αποπληθωρισμός, νομισματικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, νομισματικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • νομίζω στα ολλανδικά - vermoeden, geloven, menen, aannemen, veronderstellen, achten, denken, ...
  • νομιμότητα στα ολλανδικά - wettigheid, wettelijkheid, rechtsgeldigheid, rechtmatigheid, legaliteit
  • νομισματοκοπείο στα ολλανδικά - pepermunt, overvloed, kruizemunt, munt, mint, nieuwstaat, ongebruikt, ...
  • νομοθεσία στα ολλανδικά - statuut, wetgeving, de wetgeving, regelgeving, regeling
Τυχαίες λέξεις
Νομισματικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: monetair, monetaire, de monetaire, het monetaire