Προκαταρκτικός στα γερμανικά
Μετάφραση: προκαταρκτικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorläufig, vorspiel, einleitend, Vor-, Vorbereitung, vorläufigen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προκαταρκτικός
προκαταρκτικός προσδιορισμός περιβαλλοντικών απαιτήσεων, προκαταρκτικός συνώνυμα, προκαταρκτικόσ έλεγχοσ, προκαταρκτικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, προκαταρκτικός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- προκαταβάλλω στα γερμανικά - fortschreiten, fortschritt, annäherungsversuch, erhöhung, vorangehen, unterstützen, fördern, ...
- προκαταλαμβάνω στα γερμανικά - vorhersehen, voraussehen, voraussagen, erwarten, vorhersagen, prepossess
- προκατειλημμένος στα γερμανικά - voreingenommen, gelbsüchtig, zynisch, Gelbsucht, jaundiced, icterisch
- προκηρύσσω στα γερμανικά - verherrlichen, verkünden, proklamieren, verkündigen, zu verkünden
Τυχαίες λέξεις
Προκαταρκτικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: vorläufig, vorspiel, einleitend, Vor-, Vorbereitung, vorläufigen
Μεταφράσεις: vorläufig, vorspiel, einleitend, Vor-, Vorbereitung, vorläufigen