Προκαταρκτικός στα δανικά

Μετάφραση: προκαταρκτικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
foreløbig, indledende, præjudiciel, foreløbige, præjudicielle
Προκαταρκτικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προκαταρκτικός

προκαταρκτικός προσδιορισμός περιβαλλοντικών απαιτήσεων, προκαταρκτικός συνώνυμα, προκαταρκτικόσ έλεγχοσ, προκαταρκτικός λεξικό γλώσσας δανικά, προκαταρκτικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • προκαταβάλλω στα δανικά - fremrykning, fremskridt, prokatavallo
  • προκαταλαμβάνω στα δανικά - prepossess
  • προκατειλημμένος στα δανικά - jaundiced, gulfarvning af huden, mistænksomhed
  • προκηρύσσω στα δανικά - proklamere, forkynde, proklamerer, forkynder, erklære
Τυχαίες λέξεις
Προκαταρκτικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: foreløbig, indledende, præjudiciel, foreløbige, præjudicielle