Προκαταρκτικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: προκαταρκτικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voorspel, preliminair, voorafgaand, inleidend, voorbereiding, prejudiciële, voorlopige
Προκαταρκτικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προκαταρκτικός

προκαταρκτικός προσδιορισμός περιβαλλοντικών απαιτήσεων, προκαταρκτικός συνώνυμα, προκαταρκτικόσ έλεγχοσ, προκαταρκτικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προκαταρκτικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • προκαταβάλλω στα ολλανδικά - aanpakken, vordering, vooruitgang, voortgang, promoveren, genaken, naderen, ...
  • προκαταλαμβάνω στα ολλανδικά - prejudiciëren, anticiperen, vooruitlopen, gunstig stemmen
  • προκατειλημμένος στα ολλανδικά - eenzijdig, partijdig, geelzuchtig, pessimistisch, jaundiced, kopergrauwe, geelzucht
  • προκηρύσσω στα ολλανδικά - uitvaardigen, proclameren, afkondigen, verkondigen, uitroepen, te verkondigen
Τυχαίες λέξεις
Προκαταρκτικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: voorspel, preliminair, voorafgaand, inleidend, voorbereiding, prejudiciële, voorlopige