Προσωρινά στα γερμανικά
Μετάφραση: προσωρινά, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zeitweilig, vorübergehend, augenblicklich, temporär, zeit, zeitweise
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωρινά
προσωρινά μέτρα, προσωρινά τατουάζ, προσωρινά εκτελεστή, προσωρινά φραγμένος, προσωρινά αποτελέσματα κυλιόμενου πίνακα αυτεπιστασίας 2012, προσωρινά λεξικό γλώσσας γερμανικά, προσωρινά στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- προσωπικότητα στα γερμανικά - persönlichkeit, Persönlichkeit, Persönlichkeits, Person
- προσωποποιώ στα γερμανικά - imitieren, nachahmen, verkörpern, auszugeben, ausgeben
- προσωρινός στα γερμανικά - notdürftig, temporär, vorläufig, kommissarisch, kurzzeitig, provisorisch, vorübergehend, ...
- προσόν στα γερμανικά - tugend, wert, vorzug, wirksamkeit, Qualifikation, Qualifikations, Qualifizierung, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσωρινά στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: zeitweilig, vorübergehend, augenblicklich, temporär, zeit, zeitweise
Μεταφράσεις: zeitweilig, vorübergehend, augenblicklich, temporär, zeit, zeitweise