Προσωρινά στα τσεχικά
Μετάφραση: προσωρινά, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
provizorně, prozatímně, okamžitě, přechodně, momentálně, dočasně, dočasné, dočasně k, dočasném
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωρινά
προσωρινά μέτρα, προσωρινά τατουάζ, προσωρινά εκτελεστή, προσωρινά φραγμένος, προσωρινά αποτελέσματα κυλιόμενου πίνακα αυτεπιστασίας 2012, προσωρινά λεξικό γλώσσας τσεχικά, προσωρινά στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- προσωπικότητα στα τσεχικά - osobitost, svéráznost, osobnost, osobnosti, osobností, osobnostní
- προσωποποιώ στα τσεχικά - zosobňovat, ztělesnit, ztělesňovat, zosobnit, imitovat, napodobovat, vydávat se
- προσωρινός στα τσεχικά - provizorní, přechodný, prozatímní, světský, dočasný, dočasné, dočasná, ...
- προσόν στα τσεχικά - účinnost, moc, síla, přednost, hodnota, schopnost, ctnost, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσωρινά στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: provizorně, prozatímně, okamžitě, přechodně, momentálně, dočasně, dočasné, dočasně k, dočasném
Μεταφράσεις: provizorně, prozatímně, okamžitě, přechodně, momentálně, dočasně, dočasné, dočasně k, dočasném