Προσωρινά στα εσθονικά
Μετάφραση: προσωρινά, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ajutiselt, hetkega, hetkeks, ajutise, ajutine, ajutiseks, ajutist
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωρινά
προσωρινά μέτρα, προσωρινά τατουάζ, προσωρινά εκτελεστή, προσωρινά φραγμένος, προσωρινά αποτελέσματα κυλιόμενου πίνακα αυτεπιστασίας 2012, προσωρινά λεξικό γλώσσας εσθονικά, προσωρινά στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- προσωπικότητα στα εσθονικά - isiksus, isikupära, isik, isiku, isiksuse
- προσωποποιώ στα εσθονικά - kehastama, kehastamiseks, kehastada, esinema, Imitoida
- προσωρινός στα εσθονικά - tähtajaline, ajutine, ajutise, ajutiste, ajutised, ajutist
- προσόν στα εσθονικά - tublidus, toime, kunstimaitse, kvalifikatsioon, kvalifikatsiooni, kvalifikatsiooniga, kvalifitseerimise, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσωρινά στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: ajutiselt, hetkega, hetkeks, ajutise, ajutine, ajutiseks, ajutist
Μεταφράσεις: ajutiselt, hetkega, hetkeks, ajutise, ajutine, ajutiseks, ajutist