Προσωρινά στα ουκρανικά
Μετάφραση: προσωρινά, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тимчасово, інерції
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωρινά
προσωρινά μέτρα, προσωρινά τατουάζ, προσωρινά εκτελεστή, προσωρινά φραγμένος, προσωρινά αποτελέσματα κυλιόμενου πίνακα αυτεπιστασίας 2012, προσωρινά λεξικό γλώσσας ουκρανικά, προσωρινά στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- προσωπικότητα στα ουκρανικά - діяч, особистість, персона, особа, особу
- προσωποποιώ στα ουκρανικά - видавати себе, виказувати себе, вдавати з себе
- προσωρινός στα ουκρανικά - постачання, тимчасовий, умова, забезпечення, постанова, тимчасове, тимчасову, ...
- προσόν στα ουκρανικά - дійсно, фактично, практично, кваліфікація, квалификация, кваліфікацію
Τυχαίες λέξεις
Προσωρινά στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: тимчасово, інерції
Μεταφράσεις: тимчасово, інерції