Υποχωρητικός στα γερμανικά
Μετάφραση: υποχωρητικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gewinnend, nachgiebig, gefällig, konform, konforme, konformen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποχωρητικός
υποχωρητικός αγγλικα, υποχωρητικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, υποχωρητικός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- υποχρεωτικός στα γερμανικά - verbindlich, zwingend, obligatorisch, obligatorischen, obligatorische, Pflicht
- υποχρεώνω στα γερμανικά - verpflichten, verpflichtet, zu verpflichten, obligat, obligate
- υποχωρώ στα γερμανικά - zurücktreten, rückzug, ebbe, sinken, nachgeben, nachlassen, relent, ...
- υποψήφιος στα γερμανικά - kandidat, anwärter, bewerber, Bewerber, Kandidat, Kandidaten
Τυχαίες λέξεις
Υποχωρητικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: gewinnend, nachgiebig, gefällig, konform, konforme, konformen
Μεταφράσεις: gewinnend, nachgiebig, gefällig, konform, konforme, konformen