Υποχωρητικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: υποχωρητικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
compliant, conforme, compatibele, compatibel, voldoet
Υποχωρητικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υποχωρητικός

υποχωρητικός αγγλικα, υποχωρητικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υποχωρητικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • υποχρεωτικός στα ολλανδικά - bindend, gedwongen, dwingend, verplicht, verplichtend, verplichte, de toepassing, ...
  • υποχρεώνω στα ολλανδικά - verplicht, verplichten, obligaat, obligate, te verplichten
  • υποχωρώ στα ολλανδικά - terugkrabbelen, luwen, bedaren, teruggaan, aftrekken, bekoelen, achteruitgaan, ...
  • υποψήφιος στα ολλανδικά - kandidaat, aspirant, sollicitant, de kandidaat, gegadigde
Τυχαίες λέξεις
Υποχωρητικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: compliant, conforme, compatibele, compatibel, voldoet