Υποχωρητικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: υποχωρητικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
complacente, compatível, conformidade, compatível com, em conformidade
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποχωρητικός
υποχωρητικός αγγλικα, υποχωρητικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, υποχωρητικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- υποχρεωτικός στα πορτογαλικά - compulsório, obrigatório, obrigatória, aplicabilidade, obrigatórias, obrigatórios
- υποχρεώνω στα πορτογαλικά - obrigação, penhorar, obrigar, obriga, obrigam, obrigará, obriga a
- υποχωρώ στα πορτογαλικά - remontar, recuo, relançar, retraçar, abrandar, ceder, relent, ...
- υποψήφιος στα πορτογαλικά - candidato, candidatos, candidata, candidato a, o candidato
Τυχαίες λέξεις
Υποχωρητικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: complacente, compatível, conformidade, compatível com, em conformidade
Μεταφράσεις: complacente, compatível, conformidade, compatível com, em conformidade