Ψεύδομαι στα γερμανικά
Μετάφραση: ψεύδομαι, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unaufrichtigkeit, lage, liegen, lüge, lügen, Lüge, lie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ψεύδομαι
ψεύδομαι αρχαία, ψεύδομαι παρακείμενοσ, ψεύδομαι αρχικοί χρόνοι, ψεύδομαι ψεύδεσαι, ψεύδομαι λεξικό γλώσσας γερμανικά, ψεύδομαι στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ψευτομαχητής στα γερμανικά - halskrause, kampfläufer, krause, Uferschnepfe, godwit, Schnepfe, Uferschnepfen, ...
- ψεύδισμα στα γερμανικά - lispeln, Lispeln, lisp, lispelte
- ψεύτικος στα γερμανικά - falsch, unwahr, unecht, täuschend, unaufrichtig, inkorrekt, unrichtig, ...
- ψηλά στα γερμανικά - hoch, extrem, high, hohen, hohe
Τυχαίες λέξεις
Ψεύδομαι στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: unaufrichtigkeit, lage, liegen, lüge, lügen, Lüge, lie
Μεταφράσεις: unaufrichtigkeit, lage, liegen, lüge, lügen, Lüge, lie