Ψεύδομαι στα δανικά
Μετάφραση: ψεύδομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ligge, lyve, løgn, ligger, løgnen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ψεύδομαι
ψεύδομαι αρχαία, ψεύδομαι παρακείμενοσ, ψεύδομαι αρχικοί χρόνοι, ψεύδομαι ψεύδεσαι, ψεύδομαι λεξικό γλώσσας δανικά, ψεύδομαι στα δανικά
Μεταφράσεις
- ψευτομαχητής στα δανικά - kobbersneppe, stor kobbersneppe, godwit, store kobbersneppe, lille kobbersneppe
- ψεύδισμα στα δανικά - lisp, læspen
- ψεύτικος στα δανικά - falsk, false, falske, urigtige, forkert
- ψηλά στα δανικά - høj, højt, høje, high, stor
Τυχαίες λέξεις
Ψεύδομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ligge, lyve, løgn, ligger, løgnen
Μεταφράσεις: ligge, lyve, løgn, ligger, løgnen